Λιμάρω στα λιθουανικά
Μετάφραση: λιμάρω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
byla, dildė, brūžiklis, džerškėjimas, brūžinti, džerškėti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιμάρω
λιμάρω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, λιμάρω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- λιμάνι στα λιθουανικά - uostas, prieglobstis, uosto, uostų, prievadas, uoste
- λιμάρης στα λιθουανικά - dildė, brūžiklis, džerškėjimas, brūžinti, džerškėti
- λιμασμένος στα λιθουανικά - plėšrus
- λιμνάζων στα λιθουανικά - stagnacija, sąstingis, stagnacijos, sąstingį, sąstingio
Τυχαίες λέξεις
Λιμάρω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: byla, dildė, brūžiklis, džerškėjimas, brūžinti, džerškėti
Μεταφράσεις: byla, dildė, brūžiklis, džerškėjimas, brūžinti, džerškėti