Ομολογώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: ομολογώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prisipažinti, išpažinti, išpažins, išpažintų
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ομολογώ
ομολογώ στίχοι, ομολογώ εν βάπτισμα εισ άφεσιν αμαρτιών, ομολογώ εν βάπτισμα, ομολογώ αντώνυμο, ομολογώ βαλάντης, ομολογώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ομολογώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ομοιότητα στα λιθουανικά - panašumas, panašumo, panašumą, panašūs, panašumu
- ομολογία στα λιθουανικά - homologiškumas, Homoloģija, homologija, homologiškos, homologijos
- ομορφιά στα λιθουανικά - grožis, Grožio, grožį, sveikata, beauty
- ομοσπονδία στα λιθουανικά - federacija, Federation, federacijos, federacijai, federaciją
Τυχαίες λέξεις
Ομολογώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: prisipažinti, išpažinti, išpažins, išpažintų
Μεταφράσεις: prisipažinti, išpažinti, išpažins, išpažintų