Ομολογώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ομολογώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
professar, reconhecer, confessar, confesso, confessamos, confessam, confessarmos
Ομολογώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ομολογώ

ομολογώ στίχοι, ομολογώ εν βάπτισμα εισ άφεσιν αμαρτιών, ομολογώ εν βάπτισμα, ομολογώ αντώνυμο, ομολογώ βαλάντης, ομολογώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ομολογώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ομοιότητα στα πορτογαλικά - pratear, similaridade, semelhança, de similaridade, similitude, semelhanças
  • ομολογία στα πορτογαλικά - homologia, de homologia, homologia de, a homologia, uma homologia
  • ομορφιά στα πορτογαλικά - beleza, de beleza, a beleza, da beleza, beldade
  • ομοσπονδία στα πορτογαλικά - federação, Federação da, de federação, Federation, federação de
Τυχαίες λέξεις
Ομολογώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: professar, reconhecer, confessar, confesso, confessamos, confessam, confessarmos