Ομολογώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: ομολογώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toegeven, bekennen, erkennen, biechten, belijden, te belijden
Ομολογώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ομολογώ

ομολογώ στίχοι, ομολογώ εν βάπτισμα εισ άφεσιν αμαρτιών, ομολογώ εν βάπτισμα, ομολογώ αντώνυμο, ομολογώ βαλάντης, ομολογώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ομολογώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ομοιότητα στα ολλανδικά - overeenkomst, gelijkenis, overeenstemming, soortgelijkheid, overeenkomsten
  • ομολογία στα ολλανδικά - binnengaan, toegang, entree, intrede, homologie, homologie heeft, homoloog
  • ομορφιά στα ολλανδικά - stuk, knapheid, schoonheid, schone, fraaiheid, Beauty, Schoonheidsverkiezingen, ...
  • ομοσπονδία στα ολλανδικά - bond, federatie, Federation, Federation Alles, federatie van
Τυχαίες λέξεις
Ομολογώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: toegeven, bekennen, erkennen, biechten, belijden, te belijden