Παντρεμένη στα λιθουανικά
Μετάφραση: παντρεμένη, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vedęs, ištekėjusi, vedė, susituokę, ištekėjo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παντρεμένη
παντρεμένη και ερωτευμένη με άλλον, παντρεμένη και ερωτευμένη, παντρεμένη σαρδέλα, παντρεμένη φάβα, παντρεμένη πρωταγωνίστρια σε ταινία που διέρρευσε στο διαδίκτυο, παντρεμένη λεξικό γλώσσας λιθουανικά, παντρεμένη στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- παντού στα λιθουανικά - visur, visoje, visame, visame pasaulyje
- παντρειά στα λιθουανικά - žmona, vesdami, santuokos, tuokėsi, tuoktis
- παντρεμένος στα λιθουανικά - vedęs, ištekėjusi, vedė, susituokę, ištekėjo
- παντρεύομαι στα λιθουανικά - trečiadienis, sutuokti, derintis, Wed, ištekėti, susituokti
Τυχαίες λέξεις
Παντρεμένη στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vedęs, ištekėjusi, vedė, susituokę, ištekėjo
Μεταφράσεις: vedęs, ištekėjusi, vedė, susituokę, ištekėjo