Παντρεμένη στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: παντρεμένη, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
брак, се оженил, во брак, оженил, се оженил со
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παντρεμένη
παντρεμένη και ερωτευμένη με άλλον, παντρεμένη και ερωτευμένη, παντρεμένη σαρδέλα, παντρεμένη φάβα, παντρεμένη πρωταγωνίστρια σε ταινία που διέρρευσε στο διαδίκτυο, παντρεμένη λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, παντρεμένη στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- παντού στα σλαβομακεδονικά - насекаде, секаде
- παντρειά στα σλαβομακεδονικά - брак, мажење, женат, се женат, женат со, се женат со
- παντρεμένος στα σλαβομακεδονικά - брак, се оженил, во брак, оженил, се оженил со
- παντρεύομαι στα σλαβομακεδονικά - среда, Сре, Wed, Пон, се омажи, омажи
Τυχαίες λέξεις
Παντρεμένη στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: брак, се оженил, во брак, оженил, се оженил со
Μεταφράσεις: брак, се оженил, во брак, оженил, се оженил со