Παντρεμένη στα ρουμανικά
Μετάφραση: παντρεμένη, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
conjugal, căsătorit, casatorit, căsătorit cu, sa căsătorit, căsătorită
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παντρεμένη
παντρεμένη και ερωτευμένη με άλλον, παντρεμένη και ερωτευμένη, παντρεμένη σαρδέλα, παντρεμένη φάβα, παντρεμένη πρωταγωνίστρια σε ταινία που διέρρευσε στο διαδίκτυο, παντρεμένη λεξικό γλώσσας ρουμανικά, παντρεμένη στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- παντού στα ρουμανικά - pretutindeni, peste tot, oriunde, de pretutindeni, tot
- παντρειά στα ρουμανικά - casatoreasca, căsătoria cu, căsătorească, căsători, se căsătorească
- παντρεμένος στα ρουμανικά - conjugal, căsătorit, casatorit, căsătorit cu, sa căsătorit, căsătorită
- παντρεύομαι στα ρουμανικά - miercuri, căsători, Mie, sa casatorit cu, Wed, lua în căsătorie
Τυχαίες λέξεις
Παντρεμένη στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: conjugal, căsătorit, casatorit, căsătorit cu, sa căsătorit, căsătorită
Μεταφράσεις: conjugal, căsătorit, casatorit, căsătorit cu, sa căsătorit, căsătorită