Πετροβολώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: πετροβολώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
brangakmenis, akmuo, uola, petrovolo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πετροβολώ
πετροβολώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πετροβολώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- πετεινός στα λιθουανικά - čiaupas, gaidys, cock, kranas, gaidžiui
- πετράδι στα λιθουανικά - brangakmenis, perlas, Jewel, brangenybė, brangenybių
- πετσέτα στα λιθουανικά - rankšluostis, servetėlė, Rankšluosčių, rankšluostį, rankšluosčiai, rankšluosčiu
- πετσετάκι στα λιθουανικά - servetėlė, Servetėlės
Τυχαίες λέξεις
Πετροβολώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: brangakmenis, akmuo, uola, petrovolo
Μεταφράσεις: brangakmenis, akmuo, uola, petrovolo