Πορτοφόλι στα λιθουανικά
Μετάφραση: πορτοφόλι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
piniginė, piniginės, piniginėje, Piniginìs
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πορτοφόλι
πορτοφόλι google, πορτοφόλι για κάρτες, πορτοφόλι ανδρικό, πορτοφόλι prada, πορτοφόλι ονειροκρίτης, πορτοφόλι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πορτοφόλι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- πορτοκαλί στα λιθουανικά - gintaras, oranžinis, oranžinė, apelsinų, oranžinės, oranžinės spalvos
- πορτοφολάς στα λιθουανικά - piniginės, piniginė, piniginėje, Piniginìs
- πορτρέτο στα λιθουανικά - portretas, atvaizdas, Portrait, Portretai, portreto
- ποσοστό στα λιθουανικά - dalis, procentas, procentinė dalis, procentais, procentinis
Τυχαίες λέξεις
Πορτοφόλι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: piniginė, piniginės, piniginėje, Piniginìs
Μεταφράσεις: piniginė, piniginės, piniginėje, Piniginìs