Προσβάλλω στα λιθουανικά
Μετάφραση: προσβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lieknas, plonas, įžeisti, įžeidžia, kur nusižengiame, nusižengiame, nusikalsti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσβάλλω
προσβάλλω χρονική αντικατάσταση, προσβάλλω προσέβαλα, προσβάλλω αόριστος, προσβάλλω ετυμολογια, προσβάλλω λεξικό, προσβάλλω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, προσβάλλω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- προσαύξηση στα λιθουανικά - priemoka, už papildomą mokestį, papildomą mokestį, paprašius, papildomas mokestis
- προσβάλλομαι στα λιθουανικά - sutartis, sudaryti, kontraktas, Obrazić
- προσβλητικός στα λιθουανικά - įžeidžiantis, Puolantis, įžeidimas, įžeidžianti, įžeidžiančių
- προσβολή στα λιθουανικά - nusikaltimas, ataka, smūgiavęs, priepuolis, išpuolių, išpuolis
Τυχαίες λέξεις
Προσβάλλω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: lieknas, plonas, įžeisti, įžeidžia, kur nusižengiame, nusižengiame, nusikalsti
Μεταφράσεις: lieknas, plonas, įžeisti, įžeidžia, kur nusižengiame, nusižengiame, nusikalsti