Πόδια στα λιθουανικά
Μετάφραση: πόδια, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prijuostė, prijuostės, prijuostes, apron
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόδια
ποδιά μαγειρικής στα αγγλικα, ποδιά μαγειρικής, ποδιά εργασίας, ποδιά νονάς, ποδιά εργαστηρίου, πόδια λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πόδια στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ποδηλάτης στα λιθουανικά - dviratininkas, dviratininkų, cyclist
- ποδηλασία στα λιθουανικά - dviračių, dviračiu, važiavimas dviračiu, dviračiais, dviračiai
- ποδοκόπι στα λιθουανικά - podokopi
- ποδοσφαιριστής στα λιθουανικά - futbolininkas, footballer, futbolo žaidėjams, futbolininko
Τυχαίες λέξεις
Πόδια στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: prijuostė, prijuostės, prijuostes, apron
Μεταφράσεις: prijuostė, prijuostės, prijuostes, apron