Πόδια στα ολλανδικά

Μετάφραση: πόδια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
algeheel, geheel, voorschoot, volslagen, boezelaar, gans, volkomen, vol, compleet, totaal, schort, schort van, apron, De Schort, De Schort van
Πόδια στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πόδια

ποδιά μαγειρικής στα αγγλικα, ποδιά μαγειρικής, ποδιά εργασίας, ποδιά νονάς, ποδιά εργαστηρίου, πόδια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πόδια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ποδηλάτης στα ολλανδικά - fietser, coureur, wielrenner, fietsers, renner
  • ποδηλασία στα ολλανδικά - wielersport, fiets, fietsen, cirkelen, fiets-
  • ποδοκόπι στα ολλανδικά - tip, spits, hoogtepunt, stortplaats, piek, douceurtje, toppunt, ...
  • ποδοσφαιριστής στα ολλανδικά - voetballer, voetballer van
Τυχαίες λέξεις
Πόδια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: algeheel, geheel, voorschoot, volslagen, boezelaar, gans, volkomen, vol, compleet, totaal, schort, schort van, apron, De Schort, De Schort van