Σαλόνι στα λιθουανικά
Μετάφραση: σαλόνι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sofa, salonas, salonai, salone, salono, salon
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαλόνι
σαλόνι γωνία, σαλόνι αυτοκινήτου, σαλόνι της γενεύης 2014, σαλόνι αυτοκινήτου της γενεύης, σαλόνι διακόσμηση, σαλόνι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σαλόνι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- σαλιαρίζω στα λιθουανικά - Naślinić, Bzdurzyć, drool
- σαλιγκάρι στα λιθουανικά - sraigė, SNAIL, sraigės, sėdynėmis SNAIL
- σαματάς στα λιθουανικά - Traci, Zaagitować, Kliedzoša, Kliedzoša reklama
- σαμούρι στα λιθουανικά - sabalas, juodas, gedulingas, Sable, sabalo
Τυχαίες λέξεις
Σαλόνι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: sofa, salonas, salonai, salone, salono, salon
Μεταφράσεις: sofa, salonas, salonai, salone, salono, salon