Σαλόνι στα ολλανδικά
Μετάφραση: σαλόνι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
canapé, rustbank, salon, zaal, kapsalon, Salon van, de Salon van, de salon
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαλόνι
σαλόνι γωνία, σαλόνι αυτοκινήτου, σαλόνι της γενεύης 2014, σαλόνι αυτοκινήτου της γενεύης, σαλόνι διακόσμηση, σαλόνι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σαλόνι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σαλιαρίζω στα ολλανδικά - kwijlen, kwijl, drool, kwijlt, laat me kwijlen
- σαλιγκάρι στα ολλανδικά - huisjesslak, slak, snail, slak van, slakken, De slak
- σαματάς στα ολλανδικά - kabaal, rumoer, herrie, leven, ophef, lawaai, onzin, ...
- σαμούρι στα ολλανδικά - sabel, sabelbont, sabeldier, Sable, de Sabelmarter
Τυχαίες λέξεις
Σαλόνι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: canapé, rustbank, salon, zaal, kapsalon, Salon van, de Salon van, de salon
Μεταφράσεις: canapé, rustbank, salon, zaal, kapsalon, Salon van, de Salon van, de salon