Στάζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: στάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lašėti, suokti, Trele, Daryti trele, Ciurlikać, suokimas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στάζω
στάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, στάζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- στάβλος στα λιθουανικά - arklidė, stabilus, stabili, stabilios, stabilūs, stabilią
- στάδιο στα λιθουανικά - pakopa, koja, stadionas, scena, fazė, etapas, etape, ...
- στάθμη στα λιθουανικά - plokščias, horizontalus, lygus, sudaužyti, lėktuvas, lygis, lygio, ...
- στάμνα στα λιθουανικά - suodžiai, ąsotis, padavėjas, pitcher, ąsočio, Krūmo
Τυχαίες λέξεις
Στάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: lašėti, suokti, Trele, Daryti trele, Ciurlikać, suokimas
Μεταφράσεις: lašėti, suokti, Trele, Daryti trele, Ciurlikać, suokimas