Τρίξιμο στα λιθουανικά
Μετάφραση: τρίξιμο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
girgždėti, cipčioti, cypsėti, girgždinti, cipauti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρίξιμο
τρίξιμο δοντιών, τρίξιμο δοντιών στα παιδιά, τρίξιμο δοντιών στον ύπνο παιδι, τρίξιμο αυχένα, τρίξιμο συμπλέκτη, τρίξιμο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τρίξιμο στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- τρίλια στα λιθουανικά - nitrilai, nitrilams, nitrilų, nitrilus
- τρίμηνο στα λιθουανικά - ketvirtis, ketvirtadalis, ketvirtį, ketvirčio, ketvirtadalį
- τρίποδας στα λιθουανικά - trikojis, Trikojo, tripod, trikojį, Trikojo tvirtinimo
- τρίτος στα λιθουανικά - trečias, trečiųjų, trečiosios, trečioji, trečia
Τυχαίες λέξεις
Τρίξιμο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: girgždėti, cipčioti, cypsėti, girgždinti, cipauti
Μεταφράσεις: girgždėti, cipčioti, cypsėti, girgždinti, cipauti