Διακόπτης στα νορβηγικά

Μετάφραση: διακόπτης, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
strømbryter, utskifting, bryter, bryteren
Διακόπτης στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακόπτης

διακόπτης ρεύματος με τηλεχειριστήριο, διακόπτης κομμυτατέρ, διακόπτης εξοικονόμησης ενέργειας, διακόπτης διαφυγής έντασης, διακόπτης dimmer, διακόπτης λεξικό γλώσσας νορβηγικά, διακόπτης στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • διακυβεύω στα νορβηγικά - risiko, risikere, hell, fare, lykke, kompromiss, stake, ...
  • διακυμαίνομαι στα νορβηγικά - rekkevidde, svinge, svinger, variere, varierer, fluktuere
  • διακόπτω στα νορβηγικά - avbryte, stans, pause, avbrytelse, avbryter, forstyrre, avbryt, ...
  • διακόρευση στα νορβηγικά - diakorefsi
Τυχαίες λέξεις
Διακόπτης στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: strømbryter, utskifting, bryter, bryteren