Διακόπτης στα πορτογαλικά
Μετάφραση: διακόπτης, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ignição, se, substituição, si, interruptor, suíço, comutador, chave, interruptor de, opção
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακόπτης
διακόπτης ρεύματος με τηλεχειριστήριο, διακόπτης κομμυτατέρ, διακόπτης εξοικονόμησης ενέργειας, διακόπτης διαφυγής έντασης, διακόπτης dimmer, διακόπτης λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διακόπτης στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- διακυβεύω στα πορτογαλικά - comprometer, feno, acometer, risco, perigo, alvorecer, ensejo, ...
- διακυμαίνομαι στα πορτογαλικά - fogões, fogão, forno, alcance, flutuar, flutuam, variar, ...
- διακόπτω στα πορτογαλικά - interrupção, interrogar, suspensão, espera, pausar, interromper, pausa, ...
- διακόρευση στα πορτογαλικά - diakorefsi
Τυχαίες λέξεις
Διακόπτης στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ignição, se, substituição, si, interruptor, suíço, comutador, chave, interruptor de, opção
Μεταφράσεις: ignição, se, substituição, si, interruptor, suíço, comutador, chave, interruptor de, opção