Διηθώ στα νορβηγικά

Μετάφραση: διηθώ, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
filter, belastning, rase, infiltrere, infiltrerer, å infiltrere
Διηθώ στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διηθώ

διηθώ λεξικό γλώσσας νορβηγικά, διηθώ στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • διεύρυνση στα νορβηγικά - utvidelse, ekspansjon, utvidelsen, ekspansjons, utvidelses
  • διηγούμαι στα νορβηγικά - befale, si, berette, deklamere, resitere, lese, fremsi, ...
  • διθυραμβικός στα νορβηγικά - dithyrambic
  • δικάζω στα νορβηγικά - dommer, dommeren, dømme, bedømme
Τυχαίες λέξεις
Διηθώ στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: filter, belastning, rase, infiltrere, infiltrerer, å infiltrere