Διηθώ στα τούρκικα

Μετάφραση: διηθώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
melodi, ezgi, soy, sızmak, sızmaya, infiltre, infiltrasyon, sızıp
Διηθώ στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διηθώ

διηθώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, διηθώ στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • διεύρυνση στα τούρκικα - genişleme, genişletme, genleşme, genişlemesi, büyüme
  • διηγούμαι στα τούρκικα - düzenlemek, ezberden okumak, ezberden, okuduğun, okur, ezbere
  • διθυραμβικός στα τούρκικα - coşkulu, dithyrambic, abartılı, ditiramp türünde, hararetli
  • δικάζω στα τούρκικα - yargıç, hakim, hakimi, Hâkim, yargıcı
Τυχαίες λέξεις
Διηθώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: melodi, ezgi, soy, sızmak, sızmaya, infiltre, infiltrasyon, sızıp