Παύω στα νορβηγικά

Μετάφραση: παύω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
opphøre, våpen, opphører, slutte
Παύω στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παύω

παύω συνώνυμα, ποιω παράγωγα, παύω πλέον να σε νοιάζομαι, παύουν πλέον να σε νοιάζομαι δε σε χρειάζομαι, παύω κλίση, παύω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, παύω στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • παχύσαρκος στα νορβηγικά - korpulent, vektige, obese, overvektige, overvektig, fedme
  • παύση στα νορβηγικά - fjære, pause, ebbe, stans, avbrytelse, pausen
  • πείθω στα νορβηγικά - svaie, overbevise, å overbevise, overtale, overbeviser, tale
  • πείνα στα νορβηγικά - sult, hunger, sulten, hungrer
Τυχαίες λέξεις
Παύω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: opphøre, våpen, opphører, slutte