Παύω στα φινλανδικά

Μετάφραση: παύω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laantua, lakata, lopettaa, heretä, seisauttaa, päättyä, loppua, enää, eivät enää, lakkaavat
Παύω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παύω

παύω συνώνυμα, ποιω παράγωγα, παύω πλέον να σε νοιάζομαι, παύουν πλέον να σε νοιάζομαι δε σε χρειάζομαι, παύω κλίση, παύω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, παύω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • παχύσαρκος στα φινλανδικά - tanakka, paksu, lihava, liikalihava, lihavia, lihavilla, liikalihavia, ...
  • παύση στα φινλανδικά - väheneminen, häipyminen, tauko, häviäminen, välitunti, seisahtua, pysähtyä, ...
  • πείθω στα φινλανδικά - houkuttaa, kallistuma, notkua, hoippua, huojua, taivutella, häilyä, ...
  • πείνα στα φινλανδικά - himottaa, himoita, nälkä, nälän, nälkää, nälkään, nälästä
Τυχαίες λέξεις
Παύω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: laantua, lakata, lopettaa, heretä, seisauttaa, päättyä, loppua, enää, eivät enää, lakkaavat