Παύω στα τούρκικα

Μετάφραση: παύω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
durdurmak, kesmek, bitmek, durmak, bitirmek
Παύω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παύω

παύω συνώνυμα, ποιω παράγωγα, παύω πλέον να σε νοιάζομαι, παύουν πλέον να σε νοιάζομαι δε σε χρειάζομαι, παύω κλίση, παύω λεξικό γλώσσας τούρκικα, παύω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • παχύσαρκος στα τούρκικα - şişman, obez, aşırı şişman, obes
  • παύση στα τούρκικα - durma, duraklama, duraklatma, duraklat, duraklatmak
  • πείθω στα τούρκικα - ikna etmek, ikna, konusunda ikna, inandırmak
  • πείνα στα τούρκικα - acıkmak, açlık, açlığın, açlığı
Τυχαίες λέξεις
Παύω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: durdurmak, kesmek, bitmek, durmak, bitirmek