Παύω στα σλοβενικά

Μετάφραση: παύω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zastavit, prenehajo, preneha, prenehajo veljati, prekinitvi
Παύω στα σλοβενικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παύω

παύω συνώνυμα, ποιω παράγωγα, παύω πλέον να σε νοιάζομαι, παύουν πλέον να σε νοιάζομαι δε σε χρειάζομαι, παύω κλίση, παύω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, παύω στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • παχύσαρκος στα σλοβενικά - debelih, debeli, predebelih, predebeli, je debelih
  • παύση στα σλοβενικά - odliv, pavza, pause, premor, pavze, premora
  • πείθω στα σλοβενικά - nadvláda, prepričati, prepričali, prepričajo, prepričal
  • πείνα στα σλοβενικά - lakota, hlad, glad, lakoto, lakote, lakoti, gladovno
Τυχαίες λέξεις
Παύω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: zastavit, prenehajo, preneha, prenehajo veljati, prekinitvi