Άτρωτος στα ολλανδικά

Μετάφραση: άτρωτος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
resistent, onvatbaar, immuun, onkwetsbaar, onaantastbaar, onkwetsbare, invulnerable, ongevoelig
Άτρωτος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άτρωτος

άτρωτοσ σε, άτρωτος ετυμολογία, άτρωτος ταινία, άτρωτος ιωάννινα, άτρωτος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, άτρωτος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • άτονος στα ολλανδικά - loom, lusteloos, lome, traag, kwijnend
  • άτρακτος στα ολλανδικά - spil, as, spindel, spindle, de spil
  • άτυπος στα ολλανδικά - informele, informeel, de informele
  • άτυχος στα ολλανδικά - ongelukkig, pech, ongelukkige, de pech, ongeluk
Τυχαίες λέξεις
Άτρωτος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: resistent, onvatbaar, immuun, onkwetsbaar, onaantastbaar, onkwetsbare, invulnerable, ongevoelig