Αίρεση στα ολλανδικά
Μετάφραση: αίρεση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sekte, secte, par, sect
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αίρεση
αίρεση ετυμολογία, αίρεση ορισμός, αίρεση μουν, αίρεση του αρείου, αίρεση δικαίου, αίρεση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αίρεση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αίμα στα ολλανδικά - geboorte, bloed, afkomst, het bloed, van bloed, bloed te
- αίνιγμα στα ολλανδικά - geheimenis, raadsel, mysterie, puzzel, enigma, van Enigma, geheim
- αίσθημα στα ολλανδικά - impressie, indruk, gevoel, zintuig, belichting, sensatie, betasten, ...
- αίσθηση στα ολλανδικά - grootmeester, klapstuk, sensatie, gewaarwording, gevoel, zin, zintuig, ...
Τυχαίες λέξεις
Αίρεση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: sekte, secte, par, sect
Μεταφράσεις: sekte, secte, par, sect