Αγροικία στα ολλανδικά

Μετάφραση: αγροικία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boerenwoning, boerderij, agriturismo, landhuis
Αγροικία στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγροικία

ρωμαϊκή αγροικία, αγροικία αλλαντικά, αγροικία φώτη, αγροικία lidl, αγροικία κοτόπουλα, αγροικία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αγροικία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αγριοκοιτάζω στα ολλανδικά - glans, schittering, verblinding, glare, schitteringen
  • αγροίκος στα ολλανδικά - hardhandig, lomp, primitief, cru, ruw, bot, grof, ...
  • αγροτικός στα ολλανδικά - landelijk, boers, plattelands, landelijke, platteland, plattelandsontwikkeling
  • αγρόκτημα στα ολλανδικά - oprichten, beuren, boerderij, tillen, heffen, landbouwbedrijf, opkweken, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγροικία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: boerenwoning, boerderij, agriturismo, landhuis