Ademhaling στα ελληνικά

Μετάφραση: ademhaling, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αερισμός, αναπνοή, αναπνοής, αναπνευστική, την αναπνοή, στην αναπνοή
Ademhaling στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ademen στα ελληνικά - αναπνέω, να αναπνεύσει, για να αναπνεύσει, να αναπνεύσουν, να αναπνέει, να αναπνέουν
  • ademhalen στα ελληνικά - αναπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
  • adept στα ελληνικά - υποστηρικτής, οπαδός, επιτήδειος, επιδέξιος, μαθητής, έμπειρος, έμπειροι, ...
  • adequaat στα ελληνικά - επαρκής, επαρκή, επαρκείς, κατάλληλη, επαρκούς
Τυχαίες λέξεις
Ademhaling στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αερισμός, αναπνοή, αναπνοής, αναπνευστική, την αναπνοή, στην αναπνοή