Αθλητής στα ολλανδικά
Μετάφραση: αθλητής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sportsman, atleet, hardloper, sportman, sporter, sportvrouw, atleten
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αθλητής
αθλητής στίβου, αθλητής 105 ετών, αθλητής κατάστημα, μαθητής σκότωσε, αθλητής χωρίς πόδια, αθλητής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αθλητής στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αθεϊσμός στα ολλανδικά - atheïsme, het atheïsme, atheism
- αθεϊστής στα ολλανδικά - atheïst, atheïstische, atheist, atheïstisch, godloochenaar
- αθλητικά στα ολλανδικά - krachtsport, atletiek, sport-, sporten, Sport, Sports, sportieve
- αθλητικός στα ολλανδικά - atletisch, atletische, Athletic, sportieve, atletiek
Τυχαίες λέξεις
Αθλητής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: sportsman, atleet, hardloper, sportman, sporter, sportvrouw, atleten
Μεταφράσεις: sportsman, atleet, hardloper, sportman, sporter, sportvrouw, atleten