Ontbinding στα ελληνικά

Μετάφραση: ontbinding, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάλυση, κατάργηση, ανάλυση, ακύρωση, καταργώ, ανακαλώ, ακυρώνω, διάλυση, διάλυσης, διαλύσεως, διαλυτοποίησης, διαλυτοποίηση
Ontbinding στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ontberen στα ελληνικά - υστέρημα, έλλειψη, έλλειψης, η έλλειψη, απουσία, την έλλειψη
  • ontbinden στα ελληνικά - ακυρώνω, ανακαλώ, αναλύω, διαλυθεί, διαλύονται, διαλύει, διαλύουν, ...
  • ontbloot στα ελληνικά - γυμνός, τσίτσιδος, άπορος, άποροι, άπορους, άπορα, εξαθλιωμένους
  • ontbranden στα ελληνικά - αναφλέγονται, αναφλεγεί, αναφλεγούν, αναφλέξει, προκαλέσουν ανάφλεξη
Τυχαίες λέξεις
Ontbinding στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάλυση, κατάργηση, ανάλυση, ακύρωση, καταργώ, ανακαλώ, ακυρώνω, διάλυση, διάλυσης, διαλύσεως, διαλυτοποίησης, διαλυτοποίηση