Αμφίεση στα ολλανδικά

Μετάφραση: αμφίεση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kleding, Apparel, de kleding, kleding van, kledinggedeelte
Αμφίεση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμφίεση

αμφίεση κληρικών, επαγγελματική αμφίεση, αμφίεση συνώνυμα, αμφίεση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αμφίεση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αμφίβιος στα ολλανδικά - amfibisch, amfibische, amfibie, amfibievoertuig, amfibievoertuigen
  • αμφίβολος στα ολλανδικά - dubieus, onbepaald, discutabel, twijfelachtig, onzeker, iffy
  • αμφιβάλλω στα ολλανδικά - dubben, twijfel, twijfelen, betwijfelen, ongetwijfeld, twijfel over, overduidelijk, ...
  • αμφιβολία στα ολλανδικά - dubben, twijfel, betwijfelen, twijfelen, ongetwijfeld, twijfel over, overduidelijk, ...
Τυχαίες λέξεις
Αμφίεση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kleding, Apparel, de kleding, kleding van, kledinggedeelte