Onderzoek στα ελληνικά

Μετάφραση: onderzoek, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξέταση, ελέγχω, διερεύνηση, έρευνα, διεργασία, κυνήγι, αναζήτηση, εξερεύνηση, έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών, της έρευνας
Onderzoek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • onderwijzer στα ελληνικά - δασκάλα, δάσκαλος, καθηγήτρια, καθηγητής, δάσκαλο, των εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικός
  • onderwijzeres στα ελληνικά - δασκάλα, καθηγήτρια, δάσκαλος, καθηγητής, δάσκαλο, των εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικός
  • onderzoeken στα ελληνικά - έρευνα, εξετάζω, προσπαθώ, δοκιμάζω, εκδικάζω, εξερευνώ, έρευνας, ...
  • ondeugend στα ελληνικά - ευθυμία, τρέλες, διασκέδαση, σατανικός, κακός, άτακτος, κακό, ...
Τυχαίες λέξεις
Onderzoek στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξέταση, ελέγχω, διερεύνηση, έρευνα, διεργασία, κυνήγι, αναζήτηση, εξερεύνηση, έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών, της έρευνας