Ανατριχίλα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανατριχίλα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beven, koud, trillen, bibberen, rillen, bekoelen, huiveren, kil, koel, kippenvel
Ανατριχίλα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανατριχίλα

ανατριχίλα και συγκίνηση ο μίκαελ σουμάχερ έχει, ανατριχίλα και συγκίνηση ο μίκαελ σουμάχερ, ανατριχίλα και συγκίνηση ο μίκαελ, ανατριχίλα στο κεφάλι, ανατριχίλα και συγκίνηση ο σουμάχερ έχει, ανατριχίλα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανατριχίλα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανατρέφω στα ολλανδικά - optillen, opvoeden, kweken, ophogen, opdrijven, bips, dresseren, ...
  • ανατρέχω στα ολλανδικά - consulteren, raadplegen, terugwerkende kracht, antidateren, met terugwerkende kracht, antedateren, terugwerkende
  • ανατριχιάζω στα ολλανδικά - huiveren, rilling, huivering, griezelen, huiver
  • ανατροπή στα ολλανδικά - kappen, wippen, vellen, omkeren, kantelen, omvergooien, neervellen, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανατριχίλα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beven, koud, trillen, bibberen, rillen, bekoelen, huiveren, kil, koel, kippenvel