Ανιδιοτελής στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανιδιοτελής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbaatzuchtig, onbaatzuchtige, onzelfzuchtige, onzelfzuchtig, belangeloze
Ανιδιοτελής στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανιδιοτελής

ανιδιοτελής ορισμός, ανιδιοτελής αγάπη, ανιδιοτελής προσφορά, ανιδιοτελής αγγλικά, ανιδιοτελής φιλία, ανιδιοτελής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανιδιοτελής στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανιαρός στα ολλανδικά - vervelend, saai, vermoeiend, melig, taai, saaie, Vervelendste, ...
  • ανιδιοτέλεια στα ολλανδικά - onbaatzuchtigheid, onzelfzuchtigheid, zelfloosheid, altruïsme, belangeloosheid
  • ανικανότητα στα ολλανδικά - impotentie, onmacht, machteloosheid, onvermogen, van impotentie
  • ανιμισμός στα ολλανδικά - animisme, Animism, het animisme, animistische
Τυχαίες λέξεις
Ανιδιοτελής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onbaatzuchtig, onbaatzuchtige, onzelfzuchtige, onzelfzuchtig, belangeloze