Ανιδιοτελής στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ανιδιοτελής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
altruísta, abnegado, desinteressado, abnegada, desinteressada
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανιδιοτελής
ανιδιοτελής ορισμός, ανιδιοτελής αγάπη, ανιδιοτελής προσφορά, ανιδιοτελής αγγλικά, ανιδιοτελής φιλία, ανιδιοτελής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανιδιοτελής στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ανιαρός στα πορτογαλικά - aborrecido, enfadonho, chato, mórmon entediante, chata
- ανιδιοτέλεια στα πορτογαλικά - abnegação, altruísmo, desprendimento, desinteresse, selflessness
- ανικανότητα στα πορτογαλικά - impotência, a impotência, impotence, da impotência, de impotência
- ανιμισμός στα πορτογαλικά - animismo, O animismo, animism, do animismo
Τυχαίες λέξεις
Ανιδιοτελής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: altruísta, abnegado, desinteressado, abnegada, desinteressada
Μεταφράσεις: altruísta, abnegado, desinteressado, abnegada, desinteressada