Αντιγράφω στα ολλανδικά
Μετάφραση: αντιγράφω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afschrift, afdruk, afdrukken, kopiëren, nabootsen, exemplaar, namaken, kopie, kopij
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντιγράφω
αντιγράφω προστακτική, αντιγράφω αντέγραψε, πως αντιγράφω, αντιγράφω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αντιγράφω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αντηχώ στα ολλανδικά - weerklank, weergalmen, naklank, echoën, naklinken, nagalm, echo, ...
- αντιβασιλέας στα ολλανδικά - regentes, regent, landvoogdes
- αντιγραφή στα ολλανδικά - kopie, exemplaar, kopiëren, afschrift, kopij
- αντιδιαστολή στα ολλανδικά - tegenstelling, contradistinction
Τυχαίες λέξεις
Αντιγράφω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afschrift, afdruk, afdrukken, kopiëren, nabootsen, exemplaar, namaken, kopie, kopij
Μεταφράσεις: afschrift, afdruk, afdrukken, kopiëren, nabootsen, exemplaar, namaken, kopie, kopij