Αντιζηλία στα ολλανδικά
Μετάφραση: αντιζηλία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wedijver, rivaliteit, concurrentie, de rivaliteit, rivaliteit tussen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντιζηλία
γυναικεία αντιζηλία, αδελφική αντιζηλία, αντιζηλία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αντιζηλία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αντιδραστήρας στα ολλανδικά - reactor, de reactor, reaktor, reactor van
- αντιδρώ στα ολλανδικά - reageren, reageert, te reageren, reactie, reageren op
- αντιθετικός στα ολλανδικά - tegengesteld, antithetische, antithetisch
- αντικαθιστώ στα ολλανδικά - vervangen, inboeten, te vervangen, vervanging, vervang, vervanging van
Τυχαίες λέξεις
Αντιζηλία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wedijver, rivaliteit, concurrentie, de rivaliteit, rivaliteit tussen
Μεταφράσεις: wedijver, rivaliteit, concurrentie, de rivaliteit, rivaliteit tussen