Αξίωση στα ολλανδικά
Μετάφραση: αξίωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vordering, aanspraak, eis, conclusie, volgens conclusie
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αξίωση
αξίωση από συναλλαγματική, αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, αξίωση συμμετοχήσ στα αποκτήματα παραγραφή, αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, αξίωση αγγλικά, αξίωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αξίωση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αξίζω στα ολλανδικά - toekomen, verdienen, verdient, verdien, verdiend, waard
- αξίωμα στα ολλανδικά - grondstelling, axioma, kantoor, bureau, ambt, office, zetel
- αξιέπαινος στα ολλανδικά - prijzenswaardig, lofwaardig, prijzenswaardige, lovenswaardig, lovenswaardige
- αξιαγάπητος στα ολλανδικά - zoet, beminnelijk, voorkomend, lief, aardig, lieve, leuk lief, ...
Τυχαίες λέξεις
Αξίωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vordering, aanspraak, eis, conclusie, volgens conclusie
Μεταφράσεις: vordering, aanspraak, eis, conclusie, volgens conclusie