Απέλαση στα ολλανδικά
Μετάφραση: απέλαση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitwijzing, verdrijving, uitdrijving, verbanning, uitzetting
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απέλαση
απέλαση αλβανού μαθητή, απέλαση αλβανού δημοσιογράφου, απέλαση κοινοτικού υπηκόου, απέλαση αλλοδαπού αντιρρήσεισ, απέλαση λαθρομεταναστών, απέλαση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απέλαση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- απάρνηση στα ολλανδικά - verstoting, verwerping, afwijzing, onweerlegbaarheid, ontbinding
- απάτη στα ολλανδικά - bedrieger, bedrog, foefje, streek, kneep, kunstgreep, fraude, ...
- απέναντι στα ολλανδικά - over, overheen, tegenover, tegengesteld, tegenovergesteld, tegenovergestelde, tegengestelde
- απέραντος στα ολλανδικά - groot, veelomvattend, breedvoerig, kolossaal, enorm, uitgestrekt, reusachtig, ...
Τυχαίες λέξεις
Απέλαση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: uitwijzing, verdrijving, uitdrijving, verbanning, uitzetting
Μεταφράσεις: uitwijzing, verdrijving, uitdrijving, verbanning, uitzetting