Αποφοίτηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: αποφοίτηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
graduatie, promotie, afstuderen, Graduation, het afstuderen
Αποφοίτηση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποφοίτηση

αποφοίτηση πανεπιστημίου κύπρου 2012, αποφοίτηση κολλεγίου αθηνών 2013, αποφοίτηση τεπακ, αποφοίτηση δημοτικου, αποφοίτηση κολλεγίου αθηνών, αποφοίτηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αποφοίτηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αποφασιστικότητα στα ολλανδικά - doelwit, uitspraak, doelstelling, strekking, bedoeling, vaststelling, honk, ...
  • αποφεύγω στα ολλανδικά - streek, ontwijken, truc, mijden, vermijden, voorkomen, te voorkomen
  • αποφοιτώ στα ολλανδικά - afgestudeerd, gediplomeerd, afgestudeerde, gediplomeerde, graduate, de gediplomeerde, gediplomeerde van
  • αποφυγή στα ολλανδικά - vermijding, vermijden, voorkoming, ontwijking, het vermijden
Τυχαίες λέξεις
Αποφοίτηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: graduatie, promotie, afstuderen, Graduation, het afstuderen