Αποφοίτηση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αποφοίτηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
graduação, formatura, da graduação, de graduação, a graduação
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποφοίτηση
αποφοίτηση πανεπιστημίου κύπρου 2012, αποφοίτηση κολλεγίου αθηνών 2013, αποφοίτηση τεπακ, αποφοίτηση δημοτικου, αποφοίτηση κολλεγίου αθηνών, αποφοίτηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αποφοίτηση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αποφασιστικότητα στα πορτογαλικά - decisões, decisão, alvo, fim, determinação, deliberação, a determinação, ...
- αποφεύγω στα πορτογαλικά - evite, evacue, prevenir, poupar, evitar, presumir, evadir, ...
- αποφοιτώ στα πορτογαλικά - gradualmente, graduar, graduado, diplomado, graduação
- αποφυγή στα πορτογαλικά - anulação, evitar, evasão, prevenção, evitação
Τυχαίες λέξεις
Αποφοίτηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: graduação, formatura, da graduação, de graduação, a graduação
Μεταφράσεις: graduação, formatura, da graduação, de graduação, a graduação