Absoluut στα ελληνικά
Μετάφραση: absoluut, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαρός, πεθαμένος, πεδιάδα, απόκρημνος, σκέτος, κάμπος, τέλεια, απόλυτος, σκέτο, απολύτως, απότομος, τελείως, νεκρός, απόλυτα, εντελώς, είναι απολύτως, οπωσδήποτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absolutie στα ελληνικά - ύφεση, άφεση, αθώωση, απόφεση, συγνώμη, άφεση αμαρτιών
- absolutisme στα ελληνικά - τυραννία, απολυταρχία, απολυταρχίας, απολυταρχισμό, απολυταρχισμού, την απολυταρχία
- absolveren στα ελληνικά - απαλλάσσω, απαλλάσσει, απαλλάξει, απαλλάξουν, απαλλάσσουν
- absorberen στα ελληνικά - απορροφώ, απορροφούν, απορροφήσει, απορροφήσουν, απορροφά, να απορροφήσει
Τυχαίες λέξεις
Absoluut στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαρός, πεθαμένος, πεδιάδα, απόκρημνος, σκέτος, κάμπος, τέλεια, απόλυτος, σκέτο, απολύτως, απότομος, τελείως, νεκρός, απόλυτα, εντελώς, είναι απολύτως, οπωσδήποτε
Μεταφράσεις: καθαρός, πεθαμένος, πεδιάδα, απόκρημνος, σκέτος, κάμπος, τέλεια, απόλυτος, σκέτο, απολύτως, απότομος, τελείως, νεκρός, απόλυτα, εντελώς, είναι απολύτως, οπωσδήποτε