Ασύμμετρος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ασύμμετρος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongeëvenredigd, onmeetbaar, incommensurate, incommensurabele, verhouding staan
Ασύμμετρος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασύμμετρος

ασύμμετρος αριθμός, ασύμμετρος συνωνυμο, ασύμμετρος συνώνυμα, ασύμμετρος πόλεμος, ασύμμετρος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ασύμμετρος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ασύγχρονος στα ολλανδικά - asynchrone, asynchroon, de asynchrone, van asynchrone
  • ασύλληπτος στα ολλανδικά - subtiel, spitsvondig, fijn, afgevangen, uncaught
  • ασύμπτωτο στα ολλανδικά - asymptoot, asymptote, asymptoot is
  • ασύρματο στα ολλανδικά - draadloze, radio, draadloos, Wireless, een draadloze, de draadloze
Τυχαίες λέξεις
Ασύμμετρος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ongeëvenredigd, onmeetbaar, incommensurate, incommensurabele, verhouding staan