Ασύστολα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ασύστολα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schaamteloos, onbeschaamd, shamelessly, ongegeneerd, schaamteloze
Ασύστολα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασύστολα

ασύστολα λεξικο, ασύστολα τι σημαινει, ασύστολα σημασία, ασύστολα συνώνυμο, ασύστολα συνώνυμα, ασύστολα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ασύστολα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ασύμπτωτο στα ολλανδικά - asymptoot, asymptote, asymptoot is
  • ασύρματο στα ολλανδικά - draadloze, radio, draadloos, Wireless, een draadloze, de draadloze
  • ασύστολος στα ολλανδικά - bokkig, brutaal, vrijpostig, onbeschaamd, onbeschoft, meedogenloos, Ruthless, ...
  • ατάραχος στα ολλανδικά - stilte, kalm, gerust, kalmte, rustig, rustigheid, onbezorgd, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασύστολα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schaamteloos, onbeschaamd, shamelessly, ongegeneerd, schaamteloze