Βελτιώνομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: βελτιώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veredelen, verbeteren, beter worden, meliorate
Βελτιώνομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βελτιώνομαι

βελτιώνομαι συνώνυμα, βελτιώνομαι αντιθετο, βελτιώνομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βελτιώνομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βελούδο στα ολλανδικά - fluwelen, fluweel, velours, velvet
  • βελτίωση στα ολλανδικά - raffineren, verbetering, verbetering van, verbeteren, de verbetering, verbeteringen
  • βελτιώνω στα ολλανδικά - verhogen, vermeerderen, verfijnen, raffineren, veredelen, verbeteren, vergroten, ...
  • βελόνα στα ολλανδικά - naald, speld, kompasnaald, de naald, nld, de nld, naalden
Τυχαίες λέξεις
Βελτιώνομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: veredelen, verbeteren, beter worden, meliorate