Γκρινιάρης στα ολλανδικά

Μετάφραση: γκρινιάρης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
huurrijtuig, brompot, Ijsschots, Growler, brombeer
Γκρινιάρης στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γκρινιάρης

γκρινιάρης ρόδος, γκρινιάρης παιχνίδι, γκρινιάρης στρουμφάκι, γκρινιάρης στα αγγλικά, γκρινιάρης παιχνίδι online, γκρινιάρης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γκρινιάρης στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • γκρεμός στα ολλανδικά - klip, klif, afgrond, kolk, rots, cliff
  • γκρινιάζω στα ολλανδικά - morren, sputteren, murmelen, kankeren, mopperen, grommen, grom, ...
  • γκόμενα στα ολλανδικά - kuiken, chick, het Kuiken van, kuiken van, van het Kuiken
  • γκόμενος στα ολλανδικά - vriendje, vriend, vriendmeisje, vriendmeisje van, de vriendmeisje
Τυχαίες λέξεις
Γκρινιάρης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: huurrijtuig, brompot, Ijsschots, Growler, brombeer