Γλωσσολόγος στα ολλανδικά
Μετάφραση: γλωσσολόγος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
taalkundige, taalgeleerde, linguïst, Linguist, vertalers, taalwetenschapper
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλωσσολόγος
ζητείται γλωσσολόγος, γλωσσολόγος υπολογιστικής μετάφρασης, χαραλαμπάκης γλωσσολόγος, ελβετός γλωσσολόγος, νάκας γλωσσολόγος, γλωσσολόγος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γλωσσολόγος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- γλωσσικός στα ολλανδικά - taalkundig, linguïstisch, taal-, taalkundige, linguïstische
- γλωσσολογία στα ολλανδικά - taalwetenschap, taalkunde, linguïstiek, de taalkunde, taal-
- γλωσσομαθής στα ολλανδικά - taalkundige, taalgeleerde, linguïst, Linguist, vertalers, taalwetenschapper
- γλόμπος στα ολλανδικά - gloeilamp, ampul, peer, lamp, lampje, wereldbol, aardbol, ...
Τυχαίες λέξεις
Γλωσσολόγος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: taalkundige, taalgeleerde, linguïst, Linguist, vertalers, taalwetenschapper
Μεταφράσεις: taalkundige, taalgeleerde, linguïst, Linguist, vertalers, taalwetenschapper