Δερμάτινος στα ολλανδικά
Μετάφραση: δερμάτινος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lederen, leerachtig, leer, taai, leren, leder, in leer, in leder, in lederen, in leren
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δερμάτινος
δερμάτινος οδηγός σκύλου, δερμάτινος καναπές, δερμάτινος γωνιακός καναπές, δερμάτινος καναπές τιμή, δερμάτινος φάκελος, δερμάτινος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δερμάτινος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δεξιοτεχνία στα ολλανδικά - vakmanschap, ambachtelijke, afwerking, het vakmanschap, ambacht
- δεξιός στα ολλανδικά - juist, waar, rechts, gegrond, rechter, recht, vandehands, ...
- δεσμίδα στα ολλανδικά - wis, bundel, pakket, pakje, verpakking, schoof, pak, ...
- δεσμευτικός στα ολλανδικά - reep, strip, strook, band, windsel, bindend, verbindend, ...
Τυχαίες λέξεις
Δερμάτινος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lederen, leerachtig, leer, taai, leren, leder, in leer, in leder, in lederen, in leren
Μεταφράσεις: lederen, leerachtig, leer, taai, leren, leder, in leer, in leder, in lederen, in leren