Διάβαση στα ολλανδικά

Μετάφραση: διάβαση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruising, baan, gang, rijstrook, overloop, oversteekplaats, kruispunt, overweg, overtocht
Διάβαση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διάβαση

διάβαση θεσσαλονίκη, διάβαση τησ αφροδίτησ, διάβαση πεζών, διάβαση εντέρου, διάβαση π. μελά 13, διάβαση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διάβαση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δημοφιλής στα ολλανδικά - getapt, veelgeliefd, populair, Populaire, populairste, Popular, reisaanbiedingen Populaire
  • δημοψήφισμα στα ολλανδικά - referendum, het referendum, een referendum, referendum te, referendum over
  • διάβασμα στα ολλανδικά - interpretatie, lezing, vertolking, lectuur, lezen, het lezen, te lezen
  • διάβημα στα ολλανδικά - maatregel, opstapje, zet, voetstap, tree, toedoen, pas, ...
Τυχαίες λέξεις
Διάβαση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kruising, baan, gang, rijstrook, overloop, oversteekplaats, kruispunt, overweg, overtocht