Διάρκεια στα ολλανδικά
Μετάφραση: διάρκεια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
duur, looptijd, de duur, duration, tijdsduur
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διάρκεια
διάρκεια επαγγελματικής μίσθωσης 2014, διάρκεια θηλασμού, διάρκεια μίσθωσης κατοικίας, διάρκεια σχολικού έτους 2014, διάρκεια επαγγελματικής μίσθωσης, διάρκεια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διάρκεια στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διάνος στα ολλανδικά - turkije, kalkoen, DIANA, van DIANA, Josje
- διάρθρωση στα ολλανδικά - lijst, raam, kader, structuur, constructie, structuur van, de structuur, ...
- διάρρηξη στα ολλανδικά - inbraak, burglary, diefstal, inbraken, inbraak-
- διάρροια στα ολλανδικά - diarree, buikloop, diaree, van diarree
Τυχαίες λέξεις
Διάρκεια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: duur, looptijd, de duur, duration, tijdsduur
Μεταφράσεις: duur, looptijd, de duur, duration, tijdsduur